- τσούνια
- τα кегли (игра)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσούνια — η, Ν [τσούνι] παιχνίδι κατά το οποίο οι παίκτες προσπαθούν με μια ξύλινη σφαίρα να ρίξουν κάτω πέντε ξυλάκια με κωνοειδές σχήμα, τα οποία είναι όρθια … Dictionary of Greek
ξέγδαρμα — το [ξεγδέρνώ] 1. αφαίρεση δέρματος, εκδορά 2. ασήμαντο επιφανειακό τραύμα τής επιδερμίδας, νυχιά, γρα τσουνιά, αμυχή 3. παροιμ. «ξένος πόνος ξέγδαρμα» η λύπη για την ατυχία που βρίσκει κάποιον άλλον περνάει γρήγορα … Dictionary of Greek
παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… … Dictionary of Greek
τσούνι — το, Ν καθένα από τα ξυλάκια με τα οποία παίζεται το παιχνίδι τσούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουνί με αλλαγή τόνου] … Dictionary of Greek